- τριτόσπορος
- τρῐτό-σπορος, ον,A sown for the third time, τ. γονή the third generation, Id.Pers.818.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτόσπορος — ον, Α φρ. «τριτόσπορος γυνή» η τριτή γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. δεκατό σπορος] … Dictionary of Greek
τριτοσπόρῳ — τριτόσπορος sown for the third time masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)